- ερυθρόστερνος
- -η, -ο1. (για ζώα) αυτός που έχει ερυθρό στέρνο2. το αρσ. ως ουσ. ο ερυθρόστερνοςγένος πτηνών τής οικογένειας τών μυιοθηριδών, κν. μυγοχάφτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
μυιοθηρίδες ή μουσκικαπίδες — (muscicapidae). Οικογένεια στρουθιόμορφων πουλιών, που ζουν στην Ευρώπη αλλά πολύ αφθονότερα στις τροπικές περιοχές, στην Ασία και τη Μαλαισία. Έχουν μικρό μέγεθος, πλατύ ράμφος με μικρές γύρω τρίχες και τρέφονται με έντομα που τα πιάνουν στο… … Dictionary of Greek